ποτίζω

ποτίζω
ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α [πότος]
1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.)
2. (για φυτό ή γη) αρδεύω
νεοελλ.
1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη μάννα σου τη μάγισσα ρακί θαν τήν ποτίσω», δημ. τραγούδι)
2. (αμτβ.) εμποτίζομαι, υγραίνομαι («πότισε ο τοίχος από την πολλή βροχή»)
3. φρ. α) «ποτίζω κάτι με τον ιδρώτα μου» — δημιουργώ κάτι με πολύ κόπο και μόχθο
β) «ποτίζω με φαρμάκι» ή «ποτίζω με χολή» — στενοχωρώ ή δυσαρεστώ κάποιον πάρα πολύ
4. παροιμ. «για χάρη τού βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα» — λέγεται για εκείνους οι οποίοι ωφελούνται έμμεσα από αγαθά ή παροχές που δίνονται σε άλλους
νεοελλ.-αρχ.
διαποτίζω, υγραίνω («η βροχή πότισε το ταβάνι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποτίζω — give to drink pres subj act 1st sg ποτίζω give to drink pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίζω — ποτίζω, πότισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ποτίζω — πότισα, ποτίστηκα, ποτισμένος 1. δίνω σε κάποιον, κυρ. σε ζώο, να πιει νερό: Πότισα το άλογο. 2. για φυτά, αρδεύω: Τα δέντρα θέλουν πότισμα. 3. ως αμτβ., υγραίνομαι: Πότισε ο τοίχος από τη βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτίζετε — ποτίζω give to drink pres imperat act 2nd pl ποτίζω give to drink pres ind act 2nd pl ποτίζω give to drink imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίζῃ — ποτίζω give to drink pres subj mp 2nd sg ποτίζω give to drink pres ind mp 2nd sg ποτίζω give to drink pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίξει — ποτίζω give to drink aor subj act 3rd sg (epic doric) ποτίζω give to drink fut ind mid 2nd sg ποτίζω give to drink fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίσει — ποτίζω give to drink aor subj act 3rd sg (epic) ποτίζω give to drink fut ind mid 2nd sg ποτίζω give to drink fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίσουσι — ποτίζω give to drink aor subj act 3rd pl (epic) ποτίζω give to drink fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ποτίζω give to drink fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίσουσιν — ποτίζω give to drink aor subj act 3rd pl (epic) ποτίζω give to drink fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ποτίζω give to drink fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίσω — ποτίζω give to drink aor subj act 1st sg ποτίζω give to drink fut ind act 1st sg ποτίζω give to drink aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”